στέγαστρο

στέγαστρο
το / στέγαστρον, ΝΑ, και στέγεστρον και σέγεστρον Α
στεγασμένος χώρος, υπόστεγο
νεοελλ.
1. στέγη, σκεπή, κάλυμμα
2. ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο υπόστεγο από μέταλλο, πλαστικό ή άλλο υλικό τουλάχιστον στη μία μεγάλη κατακόρυφη πλευρά, το οποίο τοποθετείται στις στάσεις τών μέσων μαζικής μεταφοράς και χρησιμεύει για την προφύλαξη τών επιβατών από τη βροχή και τον ήλιο
3. γεωλ. α) στρώμα ανθεκτικού στη διάβρωση πετρώματος το οποίο υπέρκειται ενός άλλου λιγότερο ανθεκτικού πετρώματος
β) γεωλογικός όρος που αναφέρεται σε ένα τμήμα τών δόμων άλατος
4. στρ. όχημα καλυμμένο με αδιάβροχο ύφασμα
αρχ.
1. σκέπασμα, περιτύλιγμα, ιδίως από δέρμα («στέγαστρον ἐλάμβανε εἰς τὴν ὁδόν», Πλούτ.)
2. σκεπαστή άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα -τρον (πρβλ. σκέπασ-τρον). Η Λατινική έχει δανειστεί τους τ. segestre, -rum (πρβλ. στέγεστρον / σέγεστρον), tegestrum (βλ. και λ. στέγω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στέγαστρο — το 1. στέγη, κάλυμμα. 2. χώρος στεγασμένος, υπόστεγο: Έβαλαν το πυροβόλο κάτω από το στέγαστρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • καλυμμάτιον — καλυμμάτιον, τὸ (Α) [κάλυμμα] μικρό κάλυμμα τής στέγης από σανίδες, μικρό στέγαστρο …   Dictionary of Greek

  • παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… …   Dictionary of Greek

  • πρυμνητικός — ή, ό / πρυμνητικός, ή, όν, ΝΑ [πρυμνήτης] πρυμνήσιος αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρυμνητική στέγαστρο, υπόστεγο τής πρύμνης χρήσιμο για την προστασία τών επιβατών …   Dictionary of Greek

  • πρότονος — ο, ΝΑ, και ετερογ. πληθ. πρότονα, τά, Α ναυτ. ισχυρό σχοινί ή συρματόσχοινο που δένεται στην πλώρη τού πλοίου και χρησιμεύει για την αντιστήριξη τών ιστών και τών πανιών, ανάλογα δε με τις θέσεις τού ιστού που αντιστηρίζει έχει και ειδικότερη… …   Dictionary of Greek

  • σέγεστρον — τὸ, Α κλινοσκέπασμα, πάπλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. segestre, is «στέγαστρο, ψάθα, ένδυμα»] …   Dictionary of Greek

  • σκεπαστήρι(ο) — το, Ν καθετί που σκεπάζει έναν χώρο και ειδικότερα στέγασμα, στέγαστρο ή κάλυμμα που προφυλάσσει από τον ήλιο, τη βροχή ή τη ρύπανση («χάλασαν τα σκεπαστήρια τής σταφίδας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. τού επιθ. σκεπαστήριος (< σκεπάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”